- αναδυσμός
- ἀναδυσμός, ο (Μ) [ἀναδύομαι]άνοδος από τα βάθη στην επιφάνεια τού νερού, ανάδυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναδυσμόν — ἀναδυσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… … Dictionary of Greek